- δακνόμενος
- δάκνωbitepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδάκνω — (Α) 1. δαγκώνω δυνατά 2. παθ. καταδάκνομαι κατακομματιάζομαι («κατὰ χρόα πάντ ὀνύχεσσι δακνόμενος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek